Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιακτέος
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
View word page
περιαλιφή
whitewashing

ShortDef

whitewashing

Debugging

Headword:
περιαλιφή
Headword (normalized):
περιαλιφή
Headword (normalized/stripped):
περιαλιφη
IDX:
68190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68191
Key:

Data

{'content': 'whitewashing'}