Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
περιακτέος
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
View word page
περιαλείφω
to smear all over, anoint

ShortDef

to smear all over, anoint

Debugging

Headword:
περιαλείφω
Headword (normalized):
περιαλείφω
Headword (normalized/stripped):
περιαλειφω
IDX:
68187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68188
Key:

Data

{'content': 'to smear all over, anoint'}