Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
περιακτέος
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαλή
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος2
περιαλουργός
View word page
περιάλειμμα
pigment
ShortDef
pigment
Debugging
Headword:
περιάλειμμα
Headword (normalized):
περιάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
περιαλειμμα
IDX:
68185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68186
Key:
Data
{'content': 'pigment'}