Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
περιακτέος
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
View word page
περιαιωρέομαι
hang about
ShortDef
hang about
Debugging
Headword:
περιαιωρέομαι
Headword (normalized):
περιαιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαιωρεομαι
IDX:
68176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68177
Key:
Data
{'content': 'hang about'}