Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
περιακτέος
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
View word page
περιαίρω
raise up
ShortDef
raise up
Debugging
Headword:
περιαίρω
Headword (normalized):
περιαίρω
Headword (normalized/stripped):
περιαιρω
IDX:
68175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68176
Key:
Data
{'content': 'raise up'}