Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαγωγή
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
περιακτέος
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
View word page
περιαιρέω
to take off something that surrounds, take off an outer coat, take away, strip off

ShortDef

to take off something that surrounds, take off an outer coat, take away, strip off

Debugging

Headword:
περιαιρέω
Headword (normalized):
περιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
περιαιρεω
IDX:
68174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68175
Key:

Data

{'content': 'to take off something that surrounds, take off an outer coat, take away, strip off'}