Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαγόραιος
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
περιακτέος
View word page
περιαίρεμα
anything taken off

ShortDef

anything taken off

Debugging

Headword:
περιαίρεμα
Headword (normalized):
περιαίρεμα
Headword (normalized/stripped):
περιαιρεμα
IDX:
68170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68171
Key:

Data

{'content': 'anything taken off'}