Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακοντίζω
περιακτέον
View word page
περιαθροίζομαι
gather about

ShortDef

gather about

Debugging

Headword:
περιαθροίζομαι
Headword (normalized):
περιαθροίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαθροιζομαι
IDX:
68169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68170
Key:

Data

{'content': 'gather about'}