Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
View word page
περιαγωγός
causing to turn round

ShortDef

causing to turn round

Debugging

Headword:
περιαγωγός
Headword (normalized):
περιαγωγός
Headword (normalized/stripped):
περιαγωγος
IDX:
68165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68166
Key:

Data

{'content': 'causing to turn round'}