Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαγής
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
View word page
περιάγω
to lead
ShortDef
to lead
Debugging
Headword:
περιάγω
Headword (normalized):
περιάγω
Headword (normalized/stripped):
περιαγω
IDX:
68162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68163
Key:
Data
{'content': 'to lead'}