Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιαγαπάζομαι
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαγής
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγός
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθροίζομαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
View word page
περιάγχω
strangle, throttle

ShortDef

strangle, throttle

Debugging

Headword:
περιάγχω
Headword (normalized):
περιάγχω
Headword (normalized/stripped):
περιαγχω
IDX:
68161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68162
Key:

Data

{'content': 'strangle, throttle'}