Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
πέρειμι
πέρην
περητήριον
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαγής
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
View word page
πέρθω
to waste, ravage, sack, destroy
ShortDef
to waste, ravage, sack, destroy
Debugging
Headword:
πέρθω
Headword (normalized):
πέρθω
Headword (normalized/stripped):
περθω
IDX:
68149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68150
Key:
Data
{'content': 'to waste, ravage, sack, destroy'}