Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περδίκιον
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
πέρειμι
πέρην
περητήριον
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαγής
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
View word page
περητήριον
borer

ShortDef

borer

Debugging

Headword:
περητήριον
Headword (normalized):
περητήριον
Headword (normalized/stripped):
περητηριον
IDX:
68148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68149
Key:

Data

{'content': 'borer'}