Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περδίκειος
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
πέρειμι
πέρην
περητήριον
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαγής
περιαγκωνίζω
View word page
πέρδομαι
to break wind, fart

ShortDef

to break wind, fart

Debugging

Headword:
πέρδομαι
Headword (normalized):
πέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
περδομαι
IDX:
68145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68146
Key:

Data

{'content': 'to break wind, fart'}