Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέρδησις
περδίκειος
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
πέρειμι
πέρην
περητήριον
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαγής
View word page
Πέρδιξ
Perdix, sister of Daedalus, mother of Talos
ShortDef
a partridge
Perdix, sister of Daedalus, mother of Talos
Debugging
Headword:
Πέρδιξ
Headword (normalized):
πέρδιξ
Headword (normalized/stripped):
περδιξ
IDX:
68144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68145
Key:
Data
{'content': 'Perdix, sister of Daedalus, mother of Talos'}