Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
πέρδησις
περδίκειος
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
πέρειμι
πέρην
περητήριον
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
View word page
περδικοτροφεῖον
partridge-coop

ShortDef

partridge-coop

Debugging

Headword:
περδικοτροφεῖον
Headword (normalized):
περδικοτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
περδικοτροφειον
IDX:
68141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68142
Key:

Data

{'content': 'partridge-coop'}