Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
πέρδησις
περδίκειος
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
πέρειμι
πέρην
View word page
περδικικός
of or for a partridge

ShortDef

of or for a partridge

Debugging

Headword:
περδικικός
Headword (normalized):
περδικικός
Headword (normalized/stripped):
περδικικος
IDX:
68137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68138
Key:

Data

{'content': 'of or for a partridge'}