Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
πέρδησις
περδίκειος
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
Πέρδιξ
πέρδομαι
View word page
περδίκειος
of a partridge
ShortDef
of a partridge
Debugging
Headword:
περδίκειος
Headword (normalized):
περδίκειος
Headword (normalized/stripped):
περδικειος
IDX:
68135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68136
Key:
Data
{'content': 'of a partridge'}