Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
πέρδησις
περδίκειος
περδικιδεύς
περδικικός
περδίκιον
View word page
περάω2
[sell; see πέρνημι]

ShortDef

to drive right through; pass, penetrate
[sell; see πέρνημι]

Debugging

Headword:
περάω2
Headword (normalized):
περάω
Headword (normalized/stripped):
περαω2
IDX:
68128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68129
Key:

Data

{'content': '[sell; see πέρνημι]'}