Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
πέρδησις
περδίκειος
περδικιδεύς
View word page
περατωτός
subject to limitation

ShortDef

subject to limitation

Debugging

Headword:
περατωτός
Headword (normalized):
περατωτός
Headword (normalized/stripped):
περατωτος
IDX:
68126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68127
Key:

Data

{'content': 'subject to limitation'}