Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
πέρδησις
περδίκειος
View word page
περατωτικός
limitative
ShortDef
limitative
Debugging
Headword:
περατωτικός
Headword (normalized):
περατωτικός
Headword (normalized/stripped):
περατωτικος
IDX:
68125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68126
Key:
Data
{'content': 'limitative'}