Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
Περγασῆσι
View word page
περατόω
limit, bound

ShortDef

limit, bound

Debugging

Headword:
περατόω
Headword (normalized):
περατόω
Headword (normalized/stripped):
περατοω
IDX:
68123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68124
Key:

Data

{'content': 'limit, bound'}