Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
Πέργαμος
Περγασή
View word page
περατός
passable

ShortDef

passable

Debugging

Headword:
περατός
Headword (normalized):
περατός
Headword (normalized/stripped):
περατος
IDX:
68122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68123
Key:

Data

{'content': 'passable'}