Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
πέργαμον
View word page
περατοειδής
of limited

ShortDef

of limited

Debugging

Headword:
περατοειδής
Headword (normalized):
περατοειδής
Headword (normalized/stripped):
περατοειδης
IDX:
68120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68121
Key:

Data

{'content': 'of limited'}