Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
περάω2
Περγαμηνός
View word page
περατικός
coming from abroad, foreign

ShortDef

coming from abroad, foreign

Debugging

Headword:
περατικός
Headword (normalized):
περατικός
Headword (normalized/stripped):
περατικος
IDX:
68119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68120
Key:

Data

{'content': 'coming from abroad, foreign'}