Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
περάω
View word page
περάτη
farthest quarter, extremity
ShortDef
farthest quarter, extremity
Debugging
Headword:
περάτη
Headword (normalized):
περάτη
Headword (normalized/stripped):
περατη
IDX:
68117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68118
Key:
Data
{'content': 'farthest quarter, extremity'}