Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
περατωτός
View word page
περασμός
finishing
ShortDef
finishing
Debugging
Headword:
περασμός
Headword (normalized):
περασμός
Headword (normalized/stripped):
περασμος
IDX:
68116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68117
Key:
Data
{'content': 'finishing'}