Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Περαίτης
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
περατωτικός
View word page
πέρασις
a crossing

ShortDef

a crossing

Debugging

Headword:
πέρασις
Headword (normalized):
πέρασις
Headword (normalized/stripped):
περασις
IDX:
68115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68116
Key:

Data

{'content': 'a crossing'}