Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περαίτερος
Περαίτης
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
περάτωσις
View word page
περάσιμος
passable

ShortDef

passable

Debugging

Headword:
περάσιμος
Headword (normalized):
περάσιμος
Headword (normalized/stripped):
περασιμος
IDX:
68114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68115
Key:

Data

{'content': 'passable'}