Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περαιόω
περαίτερος
Περαίτης
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
πέρατος
περατός
περατόω
View word page
πέρας
an end, limit, boundary

ShortDef

an end, limit, boundary

Debugging

Headword:
πέρας
Headword (normalized):
πέρας
Headword (normalized/stripped):
περας
IDX:
68113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68114
Key:

Data

{'content': 'an end, limit, boundary'}