Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περαίνω
πέραιος
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
Περαίτης
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
περάτη
περατής
περατικός
περατοειδής
View word page
περάντης
paedicator

ShortDef

paedicator

Debugging

Headword:
περάντης
Headword (normalized):
περάντης
Headword (normalized/stripped):
περαντης
IDX:
68110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68111
Key:

Data

{'content': 'paedicator'}