Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
περαίνω
πέραιος
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
Περαίτης
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
πέρασις
περασμός
View word page
περαίωσις
a carrying over

ShortDef

a carrying over

Debugging

Headword:
περαίωσις
Headword (normalized):
περαίωσις
Headword (normalized/stripped):
περαιωσις
IDX:
68106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68107
Key:

Data

{'content': 'a carrying over'}