Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
περαίνω
πέραιος
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
Περαίτης
περαίωσις
πέραμα
πέραν
περαντέον
περάντης
περαντικός
περάπτω
πέρας
περάσιμος
View word page
περαίτερος
beyond
ShortDef
beyond
Debugging
Headword:
περαίτερος
Headword (normalized):
περαίτερος
Headword (normalized/stripped):
περαιτερος
IDX:
68104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68105
Key:
Data
{'content': 'beyond'}