Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἄγος2
ἀγοστός
ἄγουρος
ἄγρα
Ἄγρα
Ἀγραϊκός
Ἀγραῖος
ἀγραῖος
View word page
ἀγορῆφι
in the Assembly

ShortDef

in the Assembly

Debugging

Headword:
ἀγορῆφι
Headword (normalized):
ἀγορῆφι
Headword (normalized/stripped):
αγορηφι
IDX:
680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-681
Key:

Data

{'content': 'in the Assembly'}