Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
περαίνω
πέραιος
περαῖος
περαιόω
περαίτερος
View word page
πέρα
beyond, across
ShortDef
beyond, across
the land across
Debugging
Headword:
πέρα
Headword (normalized):
πέρα
Headword (normalized/stripped):
περα
IDX:
68094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68095
Key:
Data
{'content': 'beyond, across'}