Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
περαίνω
πέραιος
περαῖος
περαιόω
View word page
περ
precisely; w. pple. even though (later καίπερ)

ShortDef

precisely; w. pple. even though (later καίπερ)

Debugging

Headword:
περ
Headword (normalized):
περ
Headword (normalized/stripped):
περ
IDX:
68093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68094
Key:

Data

{'content': 'precisely; w. pple. even though (later καίπερ)'}