Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
περαίνω
πέραιος
View word page
πέπτρια
cook

ShortDef

cook

Debugging

Headword:
πέπτρια
Headword (normalized):
πέπτρια
Headword (normalized/stripped):
πεπτρια
IDX:
68091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68092
Key:

Data

{'content': 'cook'}