Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
περαίνω
View word page
πεπτός
cooked
ShortDef
cooked
Debugging
Headword:
πεπτός
Headword (normalized):
πεπτός
Headword (normalized/stripped):
πεπτος
IDX:
68090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68091
Key:
Data
{'content': 'cooked'}