Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
Περαιβός
View word page
πεπτικός
able to digest

ShortDef

able to digest

Debugging

Headword:
πεπτικός
Headword (normalized):
πεπτικός
Headword (normalized/stripped):
πεπτικος
IDX:
68089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68090
Key:

Data

{'content': 'able to digest'}