Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
πέραθεν
περαίας
View word page
πεπρωμένος
fated

ShortDef

fated

Debugging

Headword:
πεπρωμένος
Headword (normalized):
πεπρωμένος
Headword (normalized/stripped):
πεπρωμενος
IDX:
68088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68089
Key:

Data

{'content': 'fated'}