Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
περαγείς
View word page
πεπραδίλη
fart; a kind of fish

ShortDef

fart; a kind of fish

Debugging

Headword:
πεπραδίλη
Headword (normalized):
πεπραδίλη
Headword (normalized/stripped):
πεπραδιλη
IDX:
68086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68087
Key:

Data

{'content': 'fart; a kind of fish'}