Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
πέρα
πέρα2
View word page
πεπορθημένως
so as to be destroyed

ShortDef

so as to be destroyed

Debugging

Headword:
πεπορθημένως
Headword (normalized):
πεπορθημένως
Headword (normalized/stripped):
πεπορθημενως
IDX:
68085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68086
Key:

Data

{'content': 'so as to be destroyed'}