Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
πέπων
περ
View word page
πεπόνθησις
passivity, modification

ShortDef

passivity, modification

Debugging

Headword:
πεπόνθησις
Headword (normalized):
πεπόνθησις
Headword (normalized/stripped):
πεπονθησις
IDX:
68083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68084
Key:

Data

{'content': 'passivity, modification'}