Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
πεπραδίλη
πεπρίλος
πεπρωμένος
πεπτικός
πεπτός
πέπτρια
View word page
πεπονημένως
elaborately

ShortDef

elaborately

Debugging

Headword:
πεπονημένως
Headword (normalized):
πεπονημένως
Headword (normalized/stripped):
πεπονημενως
IDX:
68081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68082
Key:

Data

{'content': 'elaborately'}