Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
πεπονώδης
πεπορθημένως
View word page
πέπλυφος
weaver of πέπλοι

ShortDef

weaver of πέπλοι

Debugging

Headword:
πέπλυφος
Headword (normalized):
πέπλυφος
Headword (normalized/stripped):
πεπλυφος
IDX:
68075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68076
Key:

Data

{'content': 'weaver of πέπλοι'}