Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπιστευμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
πεπόνθησις
View word page
πεπλοποιία
making of the peplos

ShortDef

making of the peplos

Debugging

Headword:
πεπλοποιία
Headword (normalized):
πεπλοποιία
Headword (normalized/stripped):
πεπλοποιια
IDX:
68073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68074
Key:

Data

{'content': 'making of the peplos'}