Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπιασμένως
πεπιστευμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
πεποικιλμένως
πεπονημένως
πεπονθέω
View word page
πεπλοθήκη
wardrobe

ShortDef

wardrobe

Debugging

Headword:
πεπλοθήκη
Headword (normalized):
πεπλοθήκη
Headword (normalized/stripped):
πεπλοθηκη
IDX:
68072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68073
Key:

Data

{'content': 'wardrobe'}