Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιστευμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
πεποιημένως
πεποίθησις
View word page
πεπλίς
wild purslane, Euphorbia Peplis

ShortDef

wild purslane, Euphorbia Peplis

Debugging

Headword:
πεπλίς
Headword (normalized):
πεπλίς
Headword (normalized/stripped):
πεπλις
IDX:
68069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68070
Key:

Data

{'content': 'wild purslane, Euphorbia Peplis'}