Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχωματισμός
ἀναχώνευσις
ἀναχωνεύω
ἀναχώννυμι
ἀναχωρέω
ἀναχώρημα
ἀναχώρησις
ἀναχωρητέον
ἀναχωρητέος
ἀναχωρητής
ἀναχωρητικός
ἀναχωρίζω
ἀνάχωσις
ἀνάχωσμα
ἀναψαθάλλω
ἀναψαλάσσω
ἀναψάω
ἀναψηλαφάω
ἀναψηλάφησις
ἀνάψησις
ἀναψηφίζω
View word page
ἀναχωρητικός
disposed to retire

ShortDef

disposed to retire

Debugging

Headword:
ἀναχωρητικός
Headword (normalized):
ἀναχωρητικός
Headword (normalized/stripped):
αναχωρητικος
IDX:
6806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6807
Key:

Data

{'content': 'disposed to retire'}