Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεπερᾶτος
πέπερι
πεπερίζω
πεπερόγαρον
πεπερόζωμος
πεπιασμένως
πεπιστευμένως
πεπλανημένως
πεπλασμένως
πεπλατυσμένως
πεπληθυσμένως
πεπληρωμένως
πεπλίς
πεπλογραφία
πεπλοδόχος
πεπλοθήκη
πεπλοποιία
πέπλος
πέπλυφος
πέπλωμα
πέπνυμαι
View word page
πεπληθυσμένως
by way of multiplication, as a plurality

ShortDef

by way of multiplication, as a plurality

Debugging

Headword:
πεπληθυσμένως
Headword (normalized):
πεπληθυσμένως
Headword (normalized/stripped):
πεπληθυσμενως
IDX:
68067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68068
Key:

Data

{'content': 'by way of multiplication, as a plurality'}